- ολισθηρότητα
- ητο να είναι κάτι ολισθηρό, γλιστεράδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολισθηρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… … Dictionary of Greek
γλιστεράδα — και γλιστράδα, η το να είναι κάτι γλιστερό, η ολισθηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. γλιστεράδα < γλιστερός ο τ. γλιστράδα < γλιστεράδα με συγκοπή τού άτονου ε ] … Dictionary of Greek
περισφάλεια — ἡ, Α [περισφαλής] μεγάλη ολισθηρότητα … Dictionary of Greek
όλισθος — ὄλισθος, ὁ (Α) 1. η ολισθηρότητα, η γλιστεράδα («ἡ ἄνοδος ἐπὶ πολὺ καὶ ἀνάντης καὶ ὄλισθον ἔχουσα», Λουκιαν.) 2. το ολίσθημα, το γλίστρημα 3. παράπτωμα, σφάλμα 4. τάση για αμαρτία 5. παγίδα 6. είδος ψαριού με λείο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ.… … Dictionary of Greek
γιούτα — Φυτικές κλωστικές ίνες. Εξάγονται από τον βλαστό ειδών του γένους κόρχορος. Πρόκειται για ετήσια ποώδη φυτά ύψους άνω των 2 μ. που έχουν κυλινδρικό στέλεχος με ελάχιστους βλαστούς και μακρόστενα φύλλα. Τα μικρά άνθη τους είναι λευκά ή κίτρινα και … Dictionary of Greek